ψαρόμυαλος

ψαρόμυαλος
-η, -ο
ανόητος, κουτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαρόμυαλος — ο, θηλ. ψαρόμυαλη, Ν μτφ. (για πρόσ.) ανόητος, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + μυαλος (< μυαλό)] …   Dictionary of Greek

  • ψαροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού. 2. ψαρόμυαλος. 3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”